- ἑτερόρροπος
- ἑτερόρροποςinclined to one sidemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… … Dictionary of Greek
ἑτερορρόπως — ἑτερόρροπος inclined to one side adverbial ἑτερόρροπος inclined to one side masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόρροπον — ἑτερόρροπος inclined to one side masc/fem acc sg ἑτερόρροπος inclined to one side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερορρόποις — ἑτερόρροπος inclined to one side masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερορρόπῳ — ἑτερόρροπος inclined to one side masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόρροπα — ἑτερόρροπος inclined to one side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόρροποι — ἑτερόρροπος inclined to one side masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερορροπία — η (Α ἑτερορροπία και ἑτερορρέπεια) [ἑτερόρροπος] η ροπή, η κλίση προς το ένα μέρος … Dictionary of Greek